- καρμπόν
- τοειδικό χαρτί διαποτισμένο με χρώμα που χρησιμοποιείται για αποτύπωση αντιγράφων, χαρτί αντιγραφής.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carbone].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρμπόν — το (λ. γαλλ.), άκλ., έγχρωμο χαρτί που χρησιμεύει στη σύγχρονη αποτύπωση αντιγράφων του γραφομένου: Βάλε ένα καρμπόν, να πάρω κι εγώ ένα αντίγραφο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ομοιόγραφος — η, ο (ΑΜ ὁμοιόγραφος, ον) γραμμένος με τον ίδιο τρόπο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ομοιόγραφο το αντίγραφο που λαμβάνεται όταν παρεμβάλλεται καρμπόν ανάμεσα σε δύο φύλλα χαρτιού αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὁμοιόγραφος ο πλαστογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Σουάν Γιόζεφ Ουίλσον — (Swan). Άγγλος χημικός και ηλεκτροτεχνίτης (Σάντερλαντ 1828 Ουάρλιγκαμ 1914). Ήταν υπάλληλος σε εργοστάσιο χημικών προϊόντων στο Νιουκάσελ. Ο Σ. πρώτος χρησιμοποίησε το 1862 το «καρμπόν» και το χαρτί φωτογραφίας εμποτισμένο σε βρώμιο. Υπήρξε… … Dictionary of Greek